- σμικρολόγος
- σμῑκρολόγος , μικρολόγοςcounting triflesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμικρολόγος — ον, Α βλ. μικρολόγος … Dictionary of Greek
μικρολόγος — ο (Α μικρολόγος και σμικρολόγος ον) 1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα 2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης 2. μικροπρεπής. επίρρ … Dictionary of Greek
ՃՂՃԻՄ — ( ) NBH 2 0181 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. (ʼի Ճիղմ. մատաղ. փոքր. կամ Սեղմ. սխմած.) μικρολόγος, σμικρόλογος , ὡμός avarus, parcus, crudelis, pusillanimus. Փոքրոգի. սեղմեալ եւ ճիշդ, ռիշդ. յանչափս խնայօղ. փոքր սրտիւ, եւ փակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)